ἀναγλύφῳ

ἀναγλύφῳ
ἀνάγλυφος
wrought in low relief
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναγλύφω — (Α ἀναγλύφω) σκαλίζω σκληρή επιφάνεια κοσμώντας την με ανάγλυφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γλύφω. ΠΑΡ. αναγλυφή, ανάγλυφος] …   Dictionary of Greek

  • ανάγλυφος — η, ο (Α ἀνάγλυφος, ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη 2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα 3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο* νεοελλ. 1. λέγεται επίσης… …   Dictionary of Greek

  • αναγλυφή — η (Α ἀναγλυφή) ανάγλυφη παράσταση, ανάγλυφο νεοελλ. κατασκευή αναγλύφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγλύφω. ΠΑΡ. αρχ. ἀναγλυφάριος] …   Dictionary of Greek

  • ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”